- συνεορτασμός
- ο совместное празднование
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνεορτασμός — ο, Ν 1. εορτασμός μαζί με άλλον ή με άλλους, συμμετοχή σε εορτασμό 2. εορτασμός και άλλης εορτής («συνεορτασμός τής ενηλικίωσης και τών γενεθλίων»). [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεορτάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Στ. Δραγούμη] … Dictionary of Greek
συνεόρταση — η / συνεόρτασις, άσεως, ΝΑ [συνεορτάζω] συνεορτασμός … Dictionary of Greek